Επιστροφή φέτος για μία σπουδαία αμερικάνικη ροκ μπάντα μετά από απουσία πέντε χρόνων. Τους Jayhawks τους είχα ακουστά αλλά μόλις το περασμένο φθινόπωρο έτυχε να ακούσω κάτι από αυτούς. Μπήκα στο τελευταίο μεγάλο δισκοπωλείο της πόλης, ορμώμενος από τα ταμπελάκια προσφορών στη βιτρίνα. Το μαγαζί έκλεισε λίγους μήνες μετά αλλά εγώ είχα προλάβει να αποκτήσω σχεδόν τσάμπα ένα δίσκο διαμάντι. Πρόκειται για το Tomorrow The Green Grass που κυκλοφόρησε το 1995 σε παραγωγή του George Drakoulias (ένα χρόνο μετά έκανε την παραγωγή στο Dust των Screaming Trees), ένας δίσκος που στα αυτιά μου ηχεί ως η επιτομή του τέλειου αμερικάνικου country ροκ, στα χνάρια των The Byrds και των R.E.M.
Πρόσφατα χωρίς καμία προειδοποίηση, άκουσα το εναρκτήριο κομμάτι του νέου τους δίσκου Quiet Corners and Empty Spaces, που ακούγεται λες και δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα από το 95. Χαρμόσυνες μελωδίες παιγμένες με αφοπλιστική απλότητα αλλά και ευστοχία έμπειρου παίκτη, φτιαγμένες για να μείνουν διαχρονικές. Ακούς και τη συνέχεια του δίσκου και με τις συνεχείς ακροάσεις μαζεύεις αγαπημένα τραγούδια. Η μπάντα παίζει σαν μία μεγάλη μπάντα και στη δεκαετία του 90 ήταν κοντά στο να γίνει τέτοια. Ξεκινώντας στα μέσα της δεκαετίας του 80, θεωρείται μια από τις πρωτοπόρες μπάντες για το εναλλακτικό country. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90 κυκλοφορήσαν δίσκους που έκαναν αίσθηση στο χώρο (ειδικά τα Hollywood Town Hall του 92, Tomorrow The Green Grass του 95 και Smile του 2000).
Χωρίς να είμαι μάρτυρας των τελευταίων κυκλοφοριών των Jayhawks, μπορώ να πω ότι η απόσταση από τη δεκαετία του 90 έως σήμερα δε δείχνει σημάδια κούρασης ή έλλειψης έμπνευσης. Οι μελωδίες είναι εδώ, οι αλλαγές που δε σε αφήνουν να βαρεθείς στιγμή είναι εδώ, οι αρμονίες στις φωνές είναι εδώ. Αν κάτι είναι διαφορετικό, αυτό είναι ότι τα τραγούδια δε λειτουργούν τόσο ως σύνολο αλλά ως ξεχωριστές αξιοσημείωτες στιγμές. Έτσι η κλασική country rock τραγουδοποιία εναλλάσσεται με dessert κιθαριστικές παρεκτροπές που αφήνουν χώρο σε πιο straight alt rock στιγμές, αφήνοντας στον ακροατή μια συγκεχυμένη αίσθηση για το ποιο είναι το κέντρο βάρους του Paging Mr. Proust.
Παρά country, οι Jayhawks δεν είναι συντηρητικοί ούτε βαρετοί. Οι συνθέσεις του Gary Louris διακατέχονται από πάθος και διατηρούν εκείνη την γλυκόπικρη διάθεση που είχαν και στο παρελθόν. Μπαίνουν κατευθείαν στο ψητό αν έχουν να πουν κάτι σημαντικό, χωρίς να κουράζουν με μακροσκελείς εισαγωγές. Η κεντρική μελωδική γραμμή κάθε κομματιού δεν εξαντλείται σε συνεχείς επαναλήψεις αλλά εμπλουτίζεται από άλλες μελωδικές κλίμακες και γέφυρες. Το πιάνο, τα συνοδευτικά γυναικεία φωνητικά και τα περαστικά έγχορδα δημιουργούν έναν ήχο με μεγάλες διαστάσεις που αν είσαι λάτρης του αμερικάνικου ροκ αξίζει να εξερευνήσεις.
Στα τραγούδια που ξεχωρίζουν, εκτός από το εναρκτήριο, συγκαταλέγονται το αιθέριο Lovers of the Sun (που μου θυμίζει Yo La Tengo στις πιο χαλαρές ποπ στιγμές τους), το Isabel's Daughter, το Devil Is In Her Eyes (αυτό φέρνει στο νου τους Fleetwood Mac και όλες τις παραλλαγές τους, βλέπε The Magic Numbers), το I'll Be Your Keys (που θα ζήλευε ο James Mercer των The Shins), ενώ οι πιο περιπετειώδεις στιγμές όπως τα Lost the Summer και Ace παραπέμπουν στον ερημικό κιθαριστικό ύφος των Dream Syndicate.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στην παραγωγή του δίσκου βρίσκεται ο Peter Buck, κάτι που δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσεις από τον ήχο του που μοιάζει σαν ένα χαμένο άλμπουμ των R.E.M. από τα early 90s. Ο Mike Mills συμμετέχει επίσης σε κάποια κομμάτια ενώ ώρες ώρες νομίζεις ότι ακούς τον Michael Stipe να τραγουδάει, το οποίο οφείλεται στην ομοιότητα της φωνής του ιθύνοντα νου των Jayhawks, Gary Louris, με εκείνη του μπροστάρη των αμερικανών αθηναίων.
Δε θα ακούσει κανείς τίποτα πρωτοποριακό και νεωτεριστικό στο Paging Mr. Proust. Όποιος αγαπά το αμερικάνικο ροκ σίγουρα θα βρει μέσα σε αυτό πολλές αξιόλογες στιγμές. Όποιος δεν έχει ανακαλύψει τους Jayhawks μπορεί άνετα να ξεκινήσει από εδώ. Συνολικά πρόκειται για μια πολύ ευχάριστη επιστροφή.
Lovers of the Sun
Lovers of the Sun
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου