Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

no. 17 The Frantic Five - La Fin

Στα μπαρ της πόλης μας όπου χτυπάει το ρολόι του σήμερα, αμήχανα, ξεψυχισμένα σχεδόν, άγνωστα ελεκτρο ποπ χιτάκια αντηχούν στα ντουβάρια σχεδόν με συμπάθεια ένα βροχερό κρύο άδειο Σαββατόβραδο του Νοέμβρη. Όμως σε κάποια σκονισμένα μεταλλόμπαρα του χειμώνα καμιά φορά μαζεύονται μεσήλικες που γουστάρουν rock n roll καθώς και νεαρές κορασίδες που ανακαλύπτουν τον αέρα που δίνει στο κορμί τους αυτή η μουσική του 20ου αιώνα. Μαζί με διάφορους περίεργους που μπορεί να κάνουν την τύχη τους μη γνωρίζοντας που βρίσκονται και δίνοντας νόημα στη βαρετή ζωή τους. Ή φεύγοντας τρομοκρατημένοι από τη φασαρία, αμίλητοι, μετανοημένοι, απορημένοι με τον εαυτό τους που άντεξαν έστω και τόσο.

Οι υπαρξιστικές αναλύσεις όμως με αφορμή ένα λάιβ μιας surf garage μπάντας μοιάζουν με φαντασιοπληξίες. Διότι τίποτα μαύρο δεν υπήρχε στο ντύσιμό τους εκτός από τις λεπτές τους γραβάτες, με εξαίρεση τον φαρφισά που μοιάζει να ήρθε από μια ζούγκλα του Αμαζονίου. Ή από γκανγκστερικό παραμύθι του Τριβυζά. Σε απέραντη αντίθεση με τον χιπστερά φωνακλά τραγουδιστή που θα μπορούσε να παίζει σε μία υπερ-προβεβλημένη indie pop μπάντα. Δεν παίζει όμως σε τέτοια, αλλά σε μια surf μπάντα, για 22 χρόνια από τότε που ήταν 20 και κάτι. Μαζί με τους άλλους κοντά στα 50, να μας παίρνουν τα αυτιά ακόμα. Καλά δεν κουράστηκαν, ακόμα τις ίδιες 2λεπτες κουνιστές πενιές ;

Σε καλωσορίζουν με ένα ουρλιαχτό «ουαααααααααουυυυυυυυυυ» και εκεί αναλογίζεσαι πως πρέπει να αντιδράσεις εσύ ο μουσκεμένος επαρχιώτης. Σε ζορίζουν από την αρχή ενώ εσύ θέλεις το χρόνο σου, να συνειδητοποιήσεις την συνέχεια της ύπαρξης αυτού που  διατηρούταν ζωντανό, στο underground , εκεί που ήταν πάντα και εκεί που θέλεις να μείνει. Με αυτή την σκέψη έρχεσαι στα ίσα σου και αρχίζεις να κουνιέσαι, να συντονίζεσαι στη μουσική, να κουνάς τους γοφούς επικοινωνώντας νοερά με τις ωραίες κορασίδες πιο δίπλα.
Σιγά σιγά νιώθεις σπιτικά. Εκεί που συναντάς το ροκ εν ρολ είναι το σπίτι σου. Πάλιωσε το σπίτι σου και μαζί του παλιώνεις και εσύ. Χτίστηκε από πρόχειρα υλικά, παρορμητικά και χωρίς σχέδιο αλλά έγινε αστικός μύθος. Και κάθε που το επισκέπτεσαι δεν ξέρεις αν θα μείνει όρθιο. Σκέφτεσαι να φύγεις μακριά, κάπου αλλού για να ξεφύγεις από το γκρέμισμα του χρόνου. Αλλά τότε ήδη έχουν ηχήσει οι σειρήνες της μπάντας- το ζεστό σπιτικό φαί στο πιάτο- και θυμάσαι ότι πεινάς οπότε γίνεσαι ένα ζώο που τρώει και ρουφάει αδηφάγα. Αν είσαι τυχερός όπως ήμαστε εμείς εκείνη τη νύχτα.  Thank you Frantic!

Forget I Was There


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου