Οι Grizzly Bear
συνεχίζουν την σταθερή και μοναχική τους πορεία στους καλύτερους δίσκους της
εκάστοτε χρονιάς που θα κυκλοφορήσουν νέο δίσκο και που κανείς δεν μπαίνει στον
κόπο να τον ακούσει προσεκτικά. Ή που, όπως ο γραφών, ακούει επανειλημμένα όταν
κυκλοφορούν και μετά τους καταχωνιάζει στις αποθήκες των σκληρών δίσκων. Κάτι
που εύχεται να μην ξανασυμβεί γιατί κάθε φορά που τους ακούει, στήνει αυτί και
συγκεντρώνεται, δηλαδή πραγματικά ακούει, δεν παρασύρεται από άλλους θορύβους ή
εικόνες του περιβάλλοντος. Γι'αυτό ίσως είναι δύσκολο να ακούσεις ολόκληρο
δίσκο τους, επειδή πρέπει να είσαι εντελώς απερίσπαστος από άλλες επιδράσεις.
Τότε θα εισχωρήσει πιο εύκολα μέσα σου η στεντόρεια φωνή του Damien Rossen, χάλκινη λες και βγαίνει από
αθάνατο στοιχείο της φύσης, στέρεο, βαλσαμωμένο να ηχεί καταπραϋντικά μέσα σε
ξύλινο ημισκότεινο σαλόνι. Τότε θα καταλάβεις ότι δεν ακούς τα οποιαδήποτε
τύμπανα αλλά εκείνα ενός βιρτουόζου Cristopher Bear. Τότε θα κάνεις υπομονή μέχρι
να ακούσεις τις μικρές αλλά τόσο ουσιώδεις εκπλήξεις που κρύβουν τα κομμάτια
του Painted Ruins έως το τέλος τους. Τότε θα αφήσεις να σε χαϊδέψουν οι
παράξενες μελωδίες τους, άλλοτε μοντερνίστικες άλλοτε κλασικότροπες, πάντα όμως
εκλεκτικές. Τότε ίσως παραδεχτείς ότι δεν έχεις πλέον τόση μεγάλη ανάγκη ακόμα
και αυτούς τους Radiohead για να σου εκμυστηρευτούν τις νωχελικές ιστορίες τους, μιας και
εδώ έχεις άξιους συνεχιστές που ξέρουν να δουλεύουν σε πολλά εκφραστικά επίπεδα
(συν το programming που
στο Painted Ruins φανερώνει
αρετές ανάλογες εκείνων των τελευταίων δίσκων των προαναφερθέντων).
Indie rock οι Grizzly Bear αλλά αυτό είναι πολύ λίγο για να περιγράψει τον μινιμαλιστικό και συνάμα πλούσια αρτιστικό ήχο τους. Μπορεί να θυμίζουν από 70s art rock τύπου Barclay James Harvest και Moody Blues, να διασχίζουν το μοντέρνο ροκ και να φτάσουν μέχρι την ήπια electronica. Και ενώ απολαμβάνουν θαυμασμού, αν ρωτήσεις κάποιον να σου πει μερικά σπουδαία κομμάτια τους θα μείνεις μάλλον με ελλιπή απάντηση. Και τούτο διότι οι Grizzly Bear περισσότερο κυκλοφορούν ολόκληρα άλμπουμ παρά μεμονωμένα τραγούδια και έτσι τους λείπει ένα στοιχείο που θα τους έκανε αναγνωρίσιμους σε ένα ευρύτερο κοινό, αυτό που λέμε το μεγάλο κομμάτι τους (ανάλογο πράγμα βέβαια συμβαίνει με πολλές μπάντες της τελευταίας δεκαετίας). Ένας άλλος λόγος είναι ότι ποτέ δεν φωνάζουν, ποτέ δεν κράζουν, είναι ήπιοι ακόμα και στις πιο δυνατές στιγμές τους, εν μέρει επειδή δεν χρησιμοποιούν τις κιθάρες στα έμπροσθεν αλλά ένα σύνολο πλήκτρων και εγχόρδων με ιδιαίτερη έμφαση στα εξαιρετικά τύμπανα του Cristopher Bear και τα διπλά φωνητικά των Edward Droste και Damien Rossen.
Άκου π.χ. την κορύφωση
του Four Cypresses ή την περιδίνηση στο Aquarian (αμφότερα από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια του Painted Ruins ). Όπως και αλλού στο άλμπουμ (Glass Hillside,Three Rings) οι εντάσεις είναι καθόλα
υπαρκτές αλλά συγκρατημένες και άρρηκτα δεμένες με την αποσυμπίεση που έπεται
στη συνέχεια. Και που εδώ μέσα αναδεικνύεται στο γερό χαρτί της υπόθεσης αλλά
μόνο για εκείνους που θα έχουν την υπομονή να δουν που καταλήγουν τα πράγματα. Υπάρχουν
βέβαια και οι στρωτές ποπ στιγμές όπως το Mourning Sound, που ακολουθείται το απλό σχήμα
κουπλέ-ρεφραίν, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει τόσο όσο ανάλογα singles του παρελθόντος ( όπως π.χ. τα Yet Again και Two weeks). Indie rock οι Grizzly Bear αλλά αυτό είναι πολύ λίγο για να περιγράψει τον μινιμαλιστικό και συνάμα πλούσια αρτιστικό ήχο τους. Μπορεί να θυμίζουν από 70s art rock τύπου Barclay James Harvest και Moody Blues, να διασχίζουν το μοντέρνο ροκ και να φτάσουν μέχρι την ήπια electronica. Και ενώ απολαμβάνουν θαυμασμού, αν ρωτήσεις κάποιον να σου πει μερικά σπουδαία κομμάτια τους θα μείνεις μάλλον με ελλιπή απάντηση. Και τούτο διότι οι Grizzly Bear περισσότερο κυκλοφορούν ολόκληρα άλμπουμ παρά μεμονωμένα τραγούδια και έτσι τους λείπει ένα στοιχείο που θα τους έκανε αναγνωρίσιμους σε ένα ευρύτερο κοινό, αυτό που λέμε το μεγάλο κομμάτι τους (ανάλογο πράγμα βέβαια συμβαίνει με πολλές μπάντες της τελευταίας δεκαετίας). Ένας άλλος λόγος είναι ότι ποτέ δεν φωνάζουν, ποτέ δεν κράζουν, είναι ήπιοι ακόμα και στις πιο δυνατές στιγμές τους, εν μέρει επειδή δεν χρησιμοποιούν τις κιθάρες στα έμπροσθεν αλλά ένα σύνολο πλήκτρων και εγχόρδων με ιδιαίτερη έμφαση στα εξαιρετικά τύμπανα του Cristopher Bear και τα διπλά φωνητικά των Edward Droste και Damien Rossen.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο programming που εμφανίζεται σε αρκετά κομμάτια, κάνοντας πιο ηλεκτρονικό τον ήχο σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκους της μπάντας και που πετυχαίνει να αναδείξει την αποστολή του Painted Ruins. Που με λίγα λόγια είναι να πάρει χαλάσματα, να δημιουργήσει μορφές και μετά να τις ζωγραφίσει ώστε να βγει αυτό το αγέρωχο συνονθύλευμα μελωδιών και ηχοχρωμάτων.
Οι Grizzly Bear παράγουν τέχνη, είναι σύγχρονοι μάστορες των στούντιο χωρίς ο
ήχος τους να ακούγεται πλαστός και άψυχος. Στο Painted Ruins δεν κουράζουν με μακροσκελείς συνθέσεις και αγγίζουν ευαίσθητες
χορδές με ιδιαίτερο τρόπο. Και πάλι για λίγους και πάλι υψηλής αισθητικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου