Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012
MK-O
Αντιγράφω από το mic.gr
Οι ΜΚ-Ο δεν αποτελούν ένα νεοφερμένο γκρουπ με συσσωρευμένες ανησυχίες που επιβάλλεται οπωσδήποτε να ξεπροβάλλουν μαζικά και με ορμητική ροή. Οικοδομούν προσηλωμένα και προσανατολισμένα τις ηχοδομές τους απ' το 2006 και το Ovation, με κοινό παρονομαστή την εύλογη ανάγκη τους για αυτοσχεδιασμό και την ατέρμονη αναζήτηση της χημείας μεταξύ ρυθμού και μελωδίας. Η μουσική παράδοση που μεταγγίστηκε απ' την "μαύρη ήπειρο" στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τις ΗΠΑ, κοιτά κατάματα την art rock φιλοσοφία και την electro αμφίεση της Γηραιάς Αλβιόνας. Οι επιδιώξεις του υποφαινόμενου καλλιτεχνικού ντουέτου της Μαρίνας Καναβάκη και του Σωκράτη Παπαχατζή (aka Oannes) δεν αρκούνται στην κατάλληλη μουσική κατάρτιση, μα προχωρούν στην ενσωμάτωσή αυτής σε ένα άκρως ιδιόμορφο ηχητικό πλάνο. Ως συνέπεια αυτού, προκύπτουν τραγούδια με βάθος, που παρά την πολυπλοκότητα τους δύνανται να χαρακτηριστούν ως και ευκολομνημόνευτα. Φτάνοντας στην νέα δεκαετία, παραδίδουν τον τρίτο τους δίσκο με σαφείς κοινωνικοπολιτικές νύξεις. Η σκυτάλη δική τους, λοιπόν, ώστε να μας μεταφέρουν ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα που περιβάλλουν το φρέσκο τους δημιούργημα Blues for the White Niggerκαι καθεμία απ' τις συνθέσεις του ειδικότερα - Π.Σ.
Τα κομμάτια του άλμπουμ αποτελούν χαλαρή ενότητα που διέπεται από μια κεντρική ιδέα. Πρόκειται στην ουσία για ένα σχόλιο πάνω στο πως η [λευκή] εξουσία εκμεταλλεύθηκε τη δύναμη της μαύρης κουλτούρας για να σπρώξει τεράστιες μάζες λευκών στο κοινωνικό περιθώριο όπου πάντα κρατούσε τους νέγρους. Το "ροκ" αποτέλεσε ένα από τα κύρια εργαλεία της. Αν ο αυθεντικός bluesman έγινε διάσημος τραγουδώντας την μοναξιά του, το blues του λευκού νέγρου είναι η ανωνυμία του. Το blues της ανωνυμίας γεννά την φιλοδοξία του σταρ, υποβολιμιαία ούτως ή άλλως από κάθε μέσο που περιλαμβάνει εικόνες, από τα περιοδικά και τον κινηματογράφο μέχρι την τηλεόραση και το ίντερνετ.
Από "μορφολογική" άποψη το άλμπουμ έχει στοιχεία ...blues, jazz, funk, soul και ηλεκτρονικής, καθώς και επιρροή από το progressive rock των '70s - με την έννοια όχι της "επίδειξης τεχνικής", όπως το θέλουν κάποιοι, αλλά της περιπέτειας και του ψαξίματος πέρα από τις συμβάσεις της τραγουδιστικής φόρμας.
Τα μέσα που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι αποκλειστικά ηλεκτρονικά, πέρα από κάποιες κιθάρες. Ηχογραφήσαμε στο σπιτικό μας στούντιο και για το μιξάρισμα δουλέψαμε με τον Γιώργο Πρινιωτάκη στο Arttracks.
Τα κομμάτια
"Desdaimona by Night":
Εισαγωγή με νυχτερινό γλίστρημα μέσα από τους δρόμους της πόλης, καθώς ο ήρωας [μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε] οδηγεί για να συναντήσει την "καλή" του. Με δεδομένο ότι πρόκειται για λευκό μεταμφιεσμένο σε μαύρο ["Blackface", βλ. παρακάτω] το όνομα Desdaimona παραπέμπει στη γυναίκα του πρώτου Blackface στην ιστορία, που δεν ήταν άλλος από τον Οθέλλο. Το κομμάτι ξεκινάει ατμοσφαιρικά για να συνεχιστεί σαν ηλεκτρονικό swing.
"Blackface":
'Blackface' ονομάσθηκαν οι λευκοί που τον 19ο και τον 20ο αι. έδιναν σώου μεταμφιεσμένοι σε νέγρους, μιμούμενοι τον τρόπο ομιλίας, τα "καμώματα" και τη μουσική εκείνων. Το κομμάτι είναι ένα είδος ψυχεδελικού ηλεκτρονικού funk με blue χρώματα. Τα γερμανόφωνα hip hop samples σχετίζονται με το ότι η μίμηση του νέγρου παρία εκ μέρους του λευκού είναι άνωθεν διατεταγμένη από μια εξουσία, που κατασκευάζει μ' αυτό τον τρόπο ένα δαφνοστεφανωμένο περιθώριο, στοιβάζοντας εκεί ανθρώπους, ανεξαρτήτως χρώματος. Τα samples αποτελούν ταυτόχρονα φόρο τιμής στο "The Third Reich'nRoll" των Residents.
"One Touch [15']":
Μια παρωδία "χλιδάτου" jazzy house με "αισθησιακά" γυναικεία vocals, το soundtrack ενός κόσμου όπου κυριαρχούν το sex, το glamour και η απατηλή δόξα. Ένα κόσμο στον οποίο βαυκαλίζεται ότι θα μπει σαν star ο λευκός νέγρος, εξαργυρώνοντας ένα επίκτητο loser attitude. Το κομμάτι τελειώνει μέσα σε κομφούζιο και κακοφωνίες.
"White Nigger Blue 1" & "White Nigger Blue 2":
Αν και instrumental, είναι το κεντρικό θέμα του άλμπουμ. Μιλάει για απογοήτευση και αδιέξοδο, με το πρώτο μέρος πιο εσωστρεφές, βασισμένο στο πιάνο - μια κάπως "σοπενική" προσέγγιση στις blue νότες. Το δεύτερο μέρος είναι το πέρασμα στην επόμενη "πίστα", το ξεχείλισμα ενός ποτηριού που γέμιζε σε όλη διάρκεια του πρώτου. Το κομμάτι έχει φτιαχτεί με την τεχνοτροπία του οργανωμένου αυτοσχεδιασμού.
"Artifacts":
Τίθεται, ειρωνικά, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης/διαμόρφωσης της προσωπικότητας. Η κεντρική ιδέα είναι: Αν είμαι το αποτέλεσμα ανεξέλεγκτων εξωτερικών επιδράσεων πάνω στις ανεξέλεγκτες προδιαγραφές μου, είμαι κι εγώ εξ ορισμού ανεξέλεγκτος. Ποιος μπορεί να με κατηγορήσει, για τι; Πρόκειται για το πιο λιτό ηχητικά κομμάτι: φωνή, πιάνο, vibes.
"Drowning in Debts":
Παραλληλισμός ανάμεσα στην οικονομική χρεοκοπία ενός ανθρώπου που έμαθε να ζει με δανεικά και στην ψυχολογική κατάπτωση κάποιου που συνειδητοποιεί ότι είναι γαλουχημένος με μια κουλτούρα πλαστικών ηρώων και ευπώλητων αφηγήσεων. Η μουσική έχει ένα απειλητικό τόνο επικείμενου τέλους, με περάσματα που ακολουθούν progressive νοοτροπία παραλλαγών στο βασικό θέμα, οι blues καταβολές του οποίου όμως είναι σαφείς.
"Lockstep":
Η ιστορία συνεχίζεται, παραλληλίζοντας την εμπειρία φυλάκισης του υπερχρεωμένου με την διαδικτυακή σύνδεσή του με "ολόκληρο τον κόσμο". Η ιδέα έχει να κάνει με τον εγκλωβισμό σε μια εικονική πραγματικότητα - οικουμενική φυλακή με πρόφαση την επικοινωνία. Πρόκειται για το μόνο 100 % ροκ κομμάτι του άλμπουμ. Αντίθετα με ότι συμβαίνει συνήθως, μια οργανική, δηλαδή, εισαγωγή να προηγείται του τραγουδιστικού μέρους, έχουμε εδώ μια φωνητική εισαγωγή της οποίας επακολουθεί το κυρίως, οργανικό κομμάτι.
"Transfiguration":
Ξεκινάει σε κλίμα "ονειρικής" ορχηστρικής jazz για να εξελιχθεί βήμα βήμα στην κορύφωση ενός progressive rock κρεσέντου με αναφορές στα '70s. Όλα αυτά στο πλαίσιο του βυθίσματος του ήρωα σε μια ληθαργική κατάσταση "μεταμόρφωσης", με παραισθητικές φωνές που ψιθυρίζουν εντολές στο αυτί του.
"Star with No Name":
Η φράση που "κάποιος" ψιθυρίζει στο αυτί του ήρωα στο σβήσιμο του
"Transfiguration" είναι: "You have no name". Το επόμενο λοιπόν κομμάτι, αυτό εδώ, έχει τίτλο "Star with No Name". Ένα λευκό funk με φορτισμένο ρεφρέν, που σηματοδοτεί το ξύπνημα και την έξοδο του λευκού/νέγρου παρία από το [συμβολικό] cornfield. Το αίσθημα της ανάτασης συνυπάρχει μ' εκείνα της απόγνωσης και της αγωνίας.
"The Angel's Machine":
Με την έξοδο από το νυχτερινό τοπίο, αυτό που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του άλμπουμ, ο ήρωας λούζεται στο φως. Το κομμάτι δίνει την εικόνα ενός ουρανού με αγγέλους που προβάλλουν από τα σύννεφα με μηχανικές κινήσεις, σαν μέλη μιας κουρδιστής χορωδίας. Επιρροή εδώ είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο Philip Glass του Koyaanisqatsi.
"Disco Utopia":
Φινάλε με electro kraut και disco beat, καθώς ο ήρωας αναχωρεί για την προσωπική του ουτοπία. Το γερμανικό, ξανά, sample μιλά για "freie music wie wasser oder luft", δηλαδή, "μουσική ελεύθερη όπως το νερό και ο αέρας", διφορούμενη αναφορά στην κουλτούρα του free downloading. Με το σβήσιμο του κομματιού μέσα στα κύματα, περνάει φευγαλέα η "σκιά" ενός θέματος, υπόμνηση της πιθανότητας η απελευθέρωση να μην είναι αληθινή, αλλά απλή συνέχεια του εφιάλτη.
ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ: Πόσο καιρό έχω να δω κάποιον μουσικό που να αποτυπώνει τον κοινωνικό του προβληματισμό σε ήχους με σαφήνεια και δομή, με όραμα και σκοπό, όχι ανερμάτιστα και με μόνο όπλο την πρόζα του ήχου που και καλά "αντιπροσωπεύει". Οι ΜΚ-Ο όσο τους ακούω δεν αντιπροσωπεύουν κανένα είδος, παίζουν γαμάτη μοντέρνα μουσική. Επιτέλους λίγη διανόηση στην ποπ μουσική.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ενδιαφέρουσα πρόταση που θα τύχει της δέουσας προσοχής. Το βίντεο μου άρεσε πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή